διασκοπικός

διασκοπικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο διασκόπιο*
2. «διασκοπική προβολή» — προβολή διαφανειών (σλάιντς) με διασκόπιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”